Ο Γεωργός και τα Παιδιά του

Περιληπτική απόδοση του μύθου :
Ήταν ένας γεωργός ο οποίος είχε τέσσερις γιους. Ο γεωργός αυτός ήταν πολύ εργατικός και περιποιόταν τα κτήματά του, σε αντίθεση με τους γιους του οι οποίοι ήταν τεμπέληδες και δεν ολοκλήρωναν καμία δουλειά. Ο γεωργός ήταν πολύ στεναχωρημένος για την κατάσταση αυτή και ανησυχούσε για το μέλλον των γιών του. Τους συμβούλευε να δουλεύουν γιατί όταν εκείνος θα πέθαινε θα κατέληγαν ζητιάνοι. Οι συμβουλές του όμως πήγαιναν χαμένες.




Μια βροχερή μέρα βράχηκαν τα σπυριά από σιτάρι που είχαν μαζέψει τα μερμήγκια το καλοκαίρι. Την επόμενη εβδομάδα που είχε καλό καιρό τα μερμήγκια πήραν τα σπυριά του σιταριού και τα έβγαλαν έξω από τις μυρμηγκοφωλιές για να στεγνώσουν ώστε να έχουν να τρώνε μέχρι να έρθει πάλι το καλοκαίρι για να μαζέψουν . Στην κουφάλα ενός δέντρου όμως, είχε κρυφτεί ένας τζίτζικας μέχρι να περάσουν οι βροχές, αλλά όταν βγήκε ο ήλιος βγήκε να λιαστεί και να μαζέψει φύλλα για να φάει. Διαπίστωσε όμως ότι όλα τα δέντρα ήταν γυμνά από φύλλα και έτσι έμεινε νηστικός πάνω σε ένα κλαδί. Αργότερα είδε τα μερμήγκια να απλώνουν το σιτάρι τους και τα πλησίασε λέγοντάς τους ότι θα ήθελε να του δώσουν λίγα σπυριά από στάρι να φάει γιατί πέθαινε της πείνας. Τότε, ένα μερμήγκι
Ο Αίσωπος γεννήθηκε στην περιοχή της Φρυγίας το 600 περίπου πχ και πέθανε στα 564 πχ. Ήταν μαύρος κι άσχημος και δούλευε σε κάποιον κτηματία σαν δούλος – βοσκός. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπάει άδικα έναν δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει και έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στο αφεντικό, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσου για να τον πουλήσει.
















